- διαθλαστής
- ο(φυσ.), το σώμα από το οποίο περνώντας η ακτίνα υφίσταται διάθλαση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαθλάστης — ο [διαθλώ] 1. σώμα που προκαλεί τη διάθλαση φωτεινής ακτίνας που διέρχεται από αυτό 2. είδος αστρονομικής διόπτρας … Dictionary of Greek